Greek Meaning of fulsomeness

πληρότητα

Other Greek words related to πληρότητα

Definitions and Meaning of fulsomeness in English

Wordnet

fulsomeness (n)

excessive but superficial compliments given with affected charm

smug self-serving earnestness

FAQs About the word fulsomeness

πληρότητα

excessive but superficial compliments given with affected charm, smug self-serving earnestness

άφθονος,κολακευτικό,επιδεικτικός,εξωφρενικός,ορμητικός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,σπάταλος,λιπαρός,ελαιούχος

σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος,ατέχναστος

fulsomely => άφθονα, fulsome => αφθονη, fulsamic => φουλσαμιδικό οξύ, fulminuric => βροντώδης, fulminic acid => Φουλμινικό οξύ,