Greek Meaning of gushy

ορμητικός

Other Greek words related to ορμητικός

Definitions and Meaning of gushy in English

Wordnet

gushy (s)

extravagantly demonstrative

FAQs About the word gushy

ορμητικός

extravagantly demonstrative

κολακευτικό,επιδεικτικός,αφθονη,τρεχούμενο,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σαπουνάδα

σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος,ατέχναστος

gushingly => ξεχειλιστικά, gushing => τρεχούμενο, gusher => πηγάζω, gushed => χύθηκε, gush => καταρράκτης,