Greek Meaning of gussy up

στολίζω

Other Greek words related to στολίζω

Definitions and Meaning of gussy up in English

Wordnet

gussy up (v)

put on special clothes to appear particularly appealing and attractive

FAQs About the word gussy up

στολίζω

put on special clothes to appear particularly appealing and attractive

στολίζω,διακοσμώ,Πίνακας,Ομορφαίνω,Κατάστρωμα,κάνω,επισκευάζω,στολίζομαι,Δραπέτο,φόρεμα

παραμορφώνω,Οθόνη,εκθέτω,ουλή,αποκαλύπτω,ουλή,απλοποιήστε,χαλάω,βελτιστοποιώ,Λωρίδα

gusseted => ενισχυμένο, gusset plate => Γωνιάρης σύνδεσμος, gusset => γωνιά, gushy => ορμητικός, gushingly => ξεχειλιστικά,