Greek Meaning of appliqué
εφαρμογή
Other Greek words related to εφαρμογή
- ανάγλυφο
- κέντημα
- κέντημα
- ρούχα
- σχεδιασμός
- βελτίωση
- Εμπλουτισμός
- φιλιγκράν
- Βολάν
- ακμάζω
- γλάσο
- επιχρυσωμένο
- λάμψη
- βελτίωση
- μοτίβο
- Ρούχο
- Κόσμημα
- εξωραϊστής
- στολισμός.
- εραλδική
- Παλιοπράγματα
- επιτραχήλιο
- κακά
- διακόσμηση
- μικροπράγμα
- εξημπελλιστής
- διακόσμηση
- Εραλδική
- σχήμα
- στολίδι
- φουντωτό
- φρουφρού
- φούντα
- Γαρνιτούρα
- Δέσμευση, Παρακράτηση
- γαρνιτούρα
- διακόσμηση
- διακόσμηση
- Ενδύματα
- αντισταθμισμός
- στολίδια
- Διακόσμηση
- Καμπάνες και σφυρίχτρες
- φλυαρία
- φασαρία
- έπιπλα
Nearest Words of appliqué
- applied (to) => εφαρμοσμένο (σε)
- applied (oneself) => εφαρμοστέος (στον εαυτό του)
- applications => εφαρμογές
- appliances => συσκευές
- apple-polishing => (Σαβούριασμα)
- apple-polishers => Κολάκευση
- apple-polisher => Κολακευτής
- apple-polished => Λουστραρισμένος με μήλο
- apple-polish => Μήλο-γυαλιστερό
- applauses => Απλόχειρο κρούσμα
- appliquéd => εφαρμοσμένο
- appliquéing => αρίχνω
- appliqués => απλικέ
- apply (for) => αιτείται (προς)
- apply (oneself) => υποβάλετε αίτηση (ο εαυτός του)
- apply (to) => υποβάλω αίτηση (για)
- applying (oneself) => αίτηση (του εαυτού μου)
- appointments => ραντεβού
- appositely => κατάλληλα
- appraisals => Αποτιμήσεις
Definitions and Meaning of appliqué in English
appliqué
a cutout decoration fastened to a larger piece of material, to apply (something, such as a decoration or ornament) to a larger surface, to apply an appliqué to a larger surface
FAQs About the word appliqué
εφαρμογή
a cutout decoration fastened to a larger piece of material, to apply (something, such as a decoration or ornament) to a larger surface, to apply an appliqué to
ανάγλυφο,κέντημα,κέντημα,ρούχα,σχεδιασμός,βελτίωση,Εμπλουτισμός,φιλιγκράν,Βολάν,ακμάζω
ατέλεια,παραμόρφωση,ουλή,κουκκίδα,κηλίδα,Κηλίδα,βανδαλισμός
applied (to) => εφαρμοσμένο (σε), applied (oneself) => εφαρμοστέος (στον εαυτό του), applications => εφαρμογές, appliances => συσκευές, apple-polishing => (Σαβούριασμα),