Greek Meaning of froufrou

φρουφρού

Other Greek words related to φρουφρού

Definitions and Meaning of froufrou in English

Webster

froufrou (n.)

A rustling, esp. the rustling of a woman's dress.

FAQs About the word froufrou

φρουφρού

A rustling, esp. the rustling of a woman's dress.

Κόσμημα,ρούχα,εραλδική,κακά,διακόσμηση,φιλιγκράν,στολίδι,Βολάν,φουντωτό,γλάσο

ατέλεια,παραμόρφωση,ουλή,κουκκίδα,κηλίδα,Κηλίδα,βανδαλισμός

frotteur => Τριβέας, frottage => φροτάζ, frothy => αφρώδης, frothless => αφρώδες, frothing => αφρίζοντας,