Greek Meaning of disfigurement
παραμόρφωση
Other Greek words related to παραμόρφωση
Nearest Words of disfigurement
- disfigurer => παραμορφώνω
- disfiguring => παραμορφωτικός
- disflesh => απομακρύνω το κρέας
- disfluency => Δισταγμός
- disforest => αποδάσωση
- disforestation => Αποψίλωση
- disformity => Δυσμορφία
- disfranchise => απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- disfranchised => Στερημένος εκλογικού δικαιώματος
- disfranchisement => στέρηση δικαιώματος ψήφου
Definitions and Meaning of disfigurement in English
disfigurement (n)
an appearance that has been spoiled or is misshapen
the act of damaging the appearance or surface of something
disfigurement (n.)
Act of disfiguring, or state of being disfigured; deformity.
That which disfigures; a defacement; a blot.
FAQs About the word disfigurement
παραμόρφωση
an appearance that has been spoiled or is misshapen, the act of damaging the appearance or surface of somethingAct of disfiguring, or state of being disfigured;
Σημάδι,Ελάττωμα,παραμόρφωση,ουλή,ανωμαλία,ατέλεια,Φυτόφθορα,παραμόρφωση,εκβλάστηση,λάθος
διακόσμηση,βελτίωση,διακόσμηση,Κόσμημα,διακόσμηση
disfigured => παραμορφωμένο, disfigure => παραμορφώνω, disfiguration => παραμόρφωση, disfellowship => αποκοπή, disfeature => ελάττωμα,