FAQs About the word misshape

παραμόρφωση

To shape ill; to give an ill or unnatural from to; to deform.

παραμόρφωση,[παραμορφωμένο],βίδα,στρίβω,μπούκλα,παραμορφώνω,Βασανιστήρια,παραμόρφωση,πηνίο,Αμαύρωσι

ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ισιώνω,ξετυλίγω

misset => παράβαση, misses => κυρίες, misserve => εξυπηρετώ άσχημα, missend => Μίσεντ, missemblance => διαφορά,