Greek Meaning of excrescency
εξόγκωμα
Other Greek words related to εξόγκωμα
Nearest Words of excrescency
Definitions and Meaning of excrescency in English
excrescency (n.)
Excrescence.
FAQs About the word excrescency
εξόγκωμα
Excrescence.
ανάπτυξη,εξόγκωμα,όγκος,καρκίνωμα,Κύστη,εκβλάστηση,νεόπλασμα,καρκίνος,λέμφωμα,κακοήθεια
διακόσμηση,βελτίωση,διακόσμηση,Κόσμημα,διακόσμηση
excrescence => εκβλάστηση, excrementize => Εκκρίνω, excrementive => περιττώματα, excrementitious => περιττωματικός, excrementitial => περιττωματικός,