Greek Meaning of melanoma
μελάνωμα
Other Greek words related to μελάνωμα
Nearest Words of melanoma
- melanogrammus aeglefinus => Μπακαλιάρος
- melanogrammus => μελανόγραμμα
- melanoderma => Μελάνωση
- melanocyte-stimulating hormone => Ορμόνη διέγερσης μελανοκυττάρων
- melanocyte => Μελανοκύτταρο
- melanocomous => μελανόκομος
- melanochroite => Μελανόχροος
- melanochroic => Μελανοχρωμικός
- melanochroi => Μελανόχροι
- melanoblast => Μελανόβλαστο
Definitions and Meaning of melanoma in English
melanoma (n)
any of several malignant neoplasms (usually of the skin) consisting of melanocytes
melanoma (n.)
A tumor containing dark pigment.
Development of dark-pigmented tumors.
FAQs About the word melanoma
μελάνωμα
any of several malignant neoplasms (usually of the skin) consisting of melanocytesA tumor containing dark pigment., Development of dark-pigmented tumors.
καρκίνος,καρκίνωμα,λέμφωμα,κακοήθεια,πολύποδας,Κύστη,νεόπλασμα,ανάπτυξη,φυματίωση,όγκος
No antonyms found.
melanogrammus aeglefinus => Μπακαλιάρος, melanogrammus => μελανόγραμμα, melanoderma => Μελάνωση, melanocyte-stimulating hormone => Ορμόνη διέγερσης μελανοκυττάρων, melanocyte => Μελανοκύτταρο,