Greek Meaning of melanotic
μελανωτικός
Other Greek words related to μελανωτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of melanotic
- melanosperm => Μελανοσπέρμιο
- melanosis => Μελάνωση
- melanoscope => μελανοσκόπιο
- melanorrhoea => Μελανόρροια
- melanoplus => Melanoplus
- melanoma => μελάνωμα
- melanogrammus aeglefinus => Μπακαλιάρος
- melanogrammus => μελανόγραμμα
- melanoderma => Μελάνωση
- melanocyte-stimulating hormone => Ορμόνη διέγερσης μελανοκυττάρων
Definitions and Meaning of melanotic in English
melanotic (a.)
Melanistic.
FAQs About the word melanotic
μελανωτικός
Melanistic.
No synonyms found.
No antonyms found.
melanosperm => Μελανοσπέρμιο, melanosis => Μελάνωση, melanoscope => μελανοσκόπιο, melanorrhoea => Μελανόρροια, melanoplus => Melanoplus,