Greek Meaning of disfranchisement
στέρηση δικαιώματος ψήφου
Other Greek words related to στέρηση δικαιώματος ψήφου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of disfranchisement
- disfranchised => Στερημένος εκλογικού δικαιώματος
- disfranchise => απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- disformity => Δυσμορφία
- disforestation => Αποψίλωση
- disforest => αποδάσωση
- disfluency => Δισταγμός
- disflesh => απομακρύνω το κρέας
- disfiguring => παραμορφωτικός
- disfigurer => παραμορφώνω
- disfigurement => παραμόρφωση
Definitions and Meaning of disfranchisement in English
disfranchisement (n)
the discontinuation of a franchise; especially the discontinuation of the right to vote
disfranchisement (n.)
The act of disfranchising, or the state disfranchised; deprivation of privileges of citizenship or of chartered immunities.
FAQs About the word disfranchisement
στέρηση δικαιώματος ψήφου
the discontinuation of a franchise; especially the discontinuation of the right to voteThe act of disfranchising, or the state disfranchised; deprivation of pri
No synonyms found.
No antonyms found.
disfranchised => Στερημένος εκλογικού δικαιώματος, disfranchise => απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα, disformity => Δυσμορφία, disforestation => Αποψίλωση, disforest => αποδάσωση,