FAQs About the word disfranchisement

στέρηση δικαιώματος ψήφου

the discontinuation of a franchise; especially the discontinuation of the right to voteThe act of disfranchising, or the state disfranchised; deprivation of pri

No synonyms found.

No antonyms found.

disfranchised => Στερημένος εκλογικού δικαιώματος, disfranchise => απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα, disformity => Δυσμορφία, disforestation => Αποψίλωση, disforest => αποδάσωση,