Greek Meaning of beautifier

εξωραϊστής

Other Greek words related to εξωραϊστής

Definitions and Meaning of beautifier in English

Webster

beautifier (n.)

One who, or that which, beautifies or makes beautiful.

FAQs About the word beautifier

εξωραϊστής

One who, or that which, beautifies or makes beautiful.

Κόσμημα,διακόσμηση,διακόσμηση,διακόσμηση,επιτραχήλιο,μικροπράγμα,εξημπελλιστής,διακόσμηση,κέντημα,βελτίωση

ατέλεια,παραμόρφωση,ουλή,Κηλίδα,βανδαλισμός,κουκκίδα,κηλίδα

beautified => ομορφωμένο, beautification => ωραιοποίηση, beautied => ομορφισμένη, beautie => ομορφιά, beautician => αισθητικός,