Greek Meaning of apply (oneself)

υποβάλετε αίτηση (ο εαυτός του)

Other Greek words related to υποβάλετε αίτηση (ο εαυτός του)

Definitions and Meaning of apply (oneself) in English

apply (oneself)

to make oneself work hard in order to complete something successfully

FAQs About the word apply (oneself)

υποβάλετε αίτηση (ο εαυτός του)

to make oneself work hard in order to complete something successfully

Σκάβω,Αφοσιωθείτε σε κάτι,Εργασία,συνεισφέρειν,Αγώνας,χτυπάω μακριά,κάστορας (μακριά),βάζω τα γυαλιά μου,σκάβω,σφυρηλατώ

Σπάω,γλουτοί,αφήνω κάτι,Σαλόνι,χαλαρώνω,χαλαρώνω,τεμπελιάζω,Παρακάμπτω (γύρω),Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),χαλαρώνω

apply (for) => αιτείται (προς), appliqués => απλικέ, appliquéing => αρίχνω, appliquéd => εφαρμοσμένο, appliqué => εφαρμογή,