FAQs About the word dig in

Σκάβω

occupy a trench or secured area, eat heartily

Συνέχισε,κράτα γερά,Συνεχίζω,επιμένω,συνεχίσει (με),Αφοσιωθείτε σε κάτι

τόξο,εγκαταλείπω,απομίμηση,παραιτούμαι,υποβάλλω,παράδοση,απόδοση,διστάζω,υποχωρώ,Μένω πίσω

dig => σκάβω, diflunisal => Δυφλουνισάλη, diffusor => διαχυτήρας, diffusivity => συντελεστής διάχυσης, diffusiveness => διάχυση,