Greek Meaning of dig in
Σκάβω
Other Greek words related to Σκάβω
Nearest Words of dig in
Definitions and Meaning of dig in in English
dig in (v)
occupy a trench or secured area
eat heartily
FAQs About the word dig in
Σκάβω
occupy a trench or secured area, eat heartily
Συνέχισε,κράτα γερά,Συνεχίζω,επιμένω,συνεχίσει (με),Αφοσιωθείτε σε κάτι
τόξο,εγκαταλείπω,απομίμηση,παραιτούμαι,υποβάλλω,παράδοση,απόδοση,διστάζω,υποχωρώ,Μένω πίσω
dig => σκάβω, diflunisal => Δυφλουνισάλη, diffusor => διαχυτήρας, diffusivity => συντελεστής διάχυσης, diffusiveness => διάχυση,