Greek Meaning of dig into
μελετώ κάτι σε βάθος
Other Greek words related to μελετώ κάτι σε βάθος
Nearest Words of dig into
Definitions and Meaning of dig into in English
dig into (v)
examine physically with or as if with a probe
FAQs About the word dig into
μελετώ κάτι σε βάθος
examine physically with or as if with a probe
εμβαθύνω (σε κάτι),εξετάζω,εξερευνώ,ρωτάω (για),Διερευνώ,κοίτα (κάτι),καταχώρηση,ελέγχω,ελέγχω,ανιχνευτής
No antonyms found.
dig in => Σκάβω, dig => σκάβω, diflunisal => Δυφλουνισάλη, diffusor => διαχυτήρας, diffusivity => συντελεστής διάχυσης,