Greek Meaning of appliquéd

εφαρμοσμένο

Other Greek words related to εφαρμοσμένο

Definitions and Meaning of appliquéd in English

appliquéd

a cutout decoration fastened to a larger piece of material, to apply (something, such as a decoration or ornament) to a larger surface, to apply an appliqué to a larger surface

FAQs About the word appliquéd

εφαρμοσμένο

a cutout decoration fastened to a larger piece of material, to apply (something, such as a decoration or ornament) to a larger surface, to apply an appliqué to

πλεγμένο,κεντημένος,φτερωτός,με φουντίτσες,Φραγκοί,επιχρυσωμένος,επιχρυσωμένο,κρεμασμένος,βαμμένο,κορδελωτός

μολυσμένος,παραμορφωμένος,παραμορφωμένο,εμφανίζεται,εκτεθειμένο,κατεστραμμένο,αποκάλυψε,ουλή,Απλοποιημένο,κακομαθημένος

appliqué => εφαρμογή, applied (to) => εφαρμοσμένο (σε), applied (oneself) => εφαρμοστέος (στον εαυτό του), applications => εφαρμογές, appliances => συσκευές,