Greek Meaning of graced
δοξασμένος
Other Greek words related to δοξασμένος
- στολισμένος
- διακοσμημένος
- ντυμένος με
- παρατεταγμένοι
- ομορφωμένο
- στολισμένος
- διακοσμημένος
- ντυμένος
- ντυμένος
- διακοσμημένο
- ανάγλυφο
- εμπλουτισμένο
- στολισμένο
- γαρνιρισμένο
- διακοσμημένο
- βαμμένο
- κομμένος
- Στολισμένος
- διέταξε
- πλεγμένο
- φωτεινός
- καπαρισμένος
- κυνηγημένος
- έκανε
- ντυμένη στην πένα
- διακοσμημένος
- κεντημένος
- φτερωτός
- απεικονιζόμενο
- φιλιγκράν
- φιλεταρισμένος
- φρου φρου
- δροσερός
- με φουντίτσες
- Φραγκοί
- στεφανωμένος
- επιχρυσωμένος
- επιχρυσωμένο
- κρεμασμένος
- κρεμασμένος (κρεμασμένη)
- Κοσμημένος με κοσμήματα
- Εντοιχισμένο
- δεμένο
- κορδελωτός
- παγιδευμένος
- στεφανωμένος
- αξεσουάρ
- έκανε
- ντυμένος
- ντυμένος επίσημα
- επιτηδευμένος
- λαμπερό
- βαρύτιμος
- ωραιότερο (πάνω)
- ανακαινισμένο
- έξυπνος
- περιποιημένος (επίσημα)
- swagged
- εξαπατημένοι
Nearest Words of graced
- grace period => περίοδος χάριτος
- grace patricia kelly => Γκρέις Πάτρικια Κέλι
- grace of god => Η χάρις του Θεού
- grace note => Προσαρτημένη νότα
- grace kelly => Γκρέις Κέλι
- grace ethel cecile rosalie allen => Γκρέις Έθελ Σεσίλ Ροζαλί Άλεν
- grace cup => ποτήριον της χάριτος
- grace => χάρις
- grabby => άρπαγας
- grabbling => άρπαγμα
Definitions and Meaning of graced in English
graced (imp. & p. p.)
of Grace
graced (a.)
Endowed with grace; beautiful; full of graces; honorable.
FAQs About the word graced
δοξασμένος
of Grace, Endowed with grace; beautiful; full of graces; honorable.
στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος με,παρατεταγμένοι,ομορφωμένο,στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος,ντυμένος,διακοσμημένο
μολυσμένος,παραμορφωμένος,παραμορφωμένο,εμφανίζεται,εκτεθειμένο,κατεστραμμένο,αποκάλυψε,ουλή,Απλοποιημένο,κακομαθημένος
grace period => περίοδος χάριτος, grace patricia kelly => Γκρέις Πάτρικια Κέλι, grace of god => Η χάρις του Θεού, grace note => Προσαρτημένη νότα, grace kelly => Γκρέις Κέλι,