Greek Meaning of graced

δοξασμένος

Other Greek words related to δοξασμένος

Definitions and Meaning of graced in English

Webster

graced (imp. & p. p.)

of Grace

Webster

graced (a.)

Endowed with grace; beautiful; full of graces; honorable.

FAQs About the word graced

δοξασμένος

of Grace, Endowed with grace; beautiful; full of graces; honorable.

στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος με,παρατεταγμένοι,ομορφωμένο,στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος,ντυμένος,διακοσμημένο

μολυσμένος,παραμορφωμένος,παραμορφωμένο,εμφανίζεται,εκτεθειμένο,κατεστραμμένο,αποκάλυψε,ουλή,Απλοποιημένο,κακομαθημένος

grace period => περίοδος χάριτος, grace patricia kelly => Γκρέις Πάτρικια Κέλι, grace of god => Η χάρις του Θεού, grace note => Προσαρτημένη νότα, grace kelly => Γκρέις Κέλι,