Greek Meaning of jewelled

Εντοιχισμένο

Other Greek words related to Εντοιχισμένο

Definitions and Meaning of jewelled in English

Wordnet

jewelled (s)

covered with beads or jewels or sequins

Webster

jewelled ()

of Jewel

FAQs About the word jewelled

Εντοιχισμένο

covered with beads or jewels or sequinsof Jewel

φωτεινός,Διαμάντια,κεντημένος,κοσμημένος με πολύτιμους λίθους,παγιδευμένος,αξεσουάρ,ντυμένος,μάργαρο,εξαπατημένοι,στολισμένος

γυμνή,αποσυναρμολογημένο,εμφανίζεται,εκχωρήθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,Απλοποιημένο,βελτιωμένο,γυμνός,αποκαλυμμένος

jeweling => κοσμήματα, jeweler's loupe => Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη, jeweler's glass => Οπτικό γυαλί κοσμηματοπώλη, jeweler => Κοσμηματοπώλης, jeweled headdress => Κοσμήματα κεφαλής,