Greek Meaning of jeweler's loupe
Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη
Other Greek words related to Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of jeweler's loupe
- jeweler's glass => Οπτικό γυαλί κοσμηματοπώλη
- jeweler => Κοσμηματοπώλης
- jeweled headdress => Κοσμήματα κεφαλής
- jeweled => Κοσμημένος με κοσμήματα
- jewel orchid => ορχιδέα πετράδι
- jewel casket => κουτί κοσμημάτων
- jewel => Κόσμημα
- jew-bush => ιουδαϊκό δέντρο
- jewbush => δέντρο των Ιουδαίων
- jew bush => Εβραϊκός θάμνος
Definitions and Meaning of jeweler's loupe in English
jeweler's loupe (n)
small magnifying glass (usually set in an eyepiece) used by jewelers and horologists
FAQs About the word jeweler's loupe
Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη
small magnifying glass (usually set in an eyepiece) used by jewelers and horologists
No synonyms found.
No antonyms found.
jeweler's glass => Οπτικό γυαλί κοσμηματοπώλη, jeweler => Κοσμηματοπώλης, jeweled headdress => Κοσμήματα κεφαλής, jeweled => Κοσμημένος με κοσμήματα, jewel orchid => ορχιδέα πετράδι,