FAQs About the word jewelled headdress

Κοσμηματοθήκη

a headdress adorned with jewels

No synonyms found.

No antonyms found.

jewelled => Εντοιχισμένο, jeweling => κοσμήματα, jeweler's loupe => Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη, jeweler's glass => Οπτικό γυαλί κοσμηματοπώλη, jeweler => Κοσμηματοπώλης,