Greek Meaning of jewelry
κοσμήματα
Other Greek words related to κοσμήματα
- Αξεσουάρ
- διακόσμηση
- Κόσμημα
- διακόσμηση
- Κόσμημα
- Μπιχλιμπίδι
- μπιζού
- Λάμψη
- Μπλινγκ μπλινγκ
- εξαιρετικό
- Πολύτιμος λίθος
- πολύτιμος λίθος
- πάγος
- πέτρα
- μπιχλιμπίδι
- Μπαγκέτα
- εξωραϊστής
- κόσμημα
- Λίθος γέννησης
- καμπόσον
- καμέο
- Κοσμήματα του στέμματος
- εξημπελλιστής
- διακόσμηση
- Γαρνιτούρα
- Δέσμευση, Παρακράτηση
- γαρνιτούρα
- φανταχτερός
- παρούρα
- Ενδύματα
- ραϊνστόουν
- σκαραβαίος
- αντισταθμισμός
- σολιτέρ
- Διακόσμηση
- Ζιρκόνιο
Nearest Words of jewelry
- jewelling => κοσμήματα
- jewellery => Κοσμήματα
- jeweller => κοσμηματοπώλης
- jewelled headdress => Κοσμηματοθήκη
- jewelled => Εντοιχισμένο
- jeweling => κοσμήματα
- jeweler's loupe => Μεγεθυντικός φακός κοσμηματοπώλη
- jeweler's glass => Οπτικό γυαλί κοσμηματοπώλη
- jeweler => Κοσμηματοπώλης
- jeweled headdress => Κοσμήματα κεφαλής
Definitions and Meaning of jewelry in English
jewelry (n)
an adornment (as a bracelet or ring or necklace) made of precious metals and set with gems (or imitation gems)
jewelry (n.)
The art or trade of a jeweler.
Jewels, collectively; as, a bride's jewelry.
FAQs About the word jewelry
κοσμήματα
an adornment (as a bracelet or ring or necklace) made of precious metals and set with gems (or imitation gems)The art or trade of a jeweler., Jewels, collective
Αξεσουάρ,διακόσμηση,Κόσμημα,διακόσμηση,Κόσμημα,Μπιχλιμπίδι,μπιζού,Λάμψη,Μπλινγκ μπλινγκ,εξαιρετικό
No antonyms found.
jewelling => κοσμήματα, jewellery => Κοσμήματα, jeweller => κοσμηματοπώλης, jewelled headdress => Κοσμηματοθήκη, jewelled => Εντοιχισμένο,