Greek Meaning of gemstone
πολύτιμος λίθος
Other Greek words related to πολύτιμος λίθος
Nearest Words of gemstone
Definitions and Meaning of gemstone in English
gemstone (n)
a crystalline rock that can be cut and polished for jewelry
FAQs About the word gemstone
πολύτιμος λίθος
a crystalline rock that can be cut and polished for jewelry
Πολύτιμος λίθος,Κόσμημα,κοσμήματα,πέτρα,εξαιρετικό,Μπαγκέτα,Μπιχλιμπίδι,κόσμημα,Λίθος γέννησης,καμπόσον
τραχύς
gems-horn => κέρατο με κοσμήματα, gemsbuck => gemsbok, gemsbok => [[Γκέμσμπουκ]], gems => πολύτιμοι λίθοι, gempylus serpens => Ζωνιαστής,