Greek Meaning of bijou

κόσμημα

Other Greek words related to κόσμημα

Definitions and Meaning of bijou in English

Wordnet

bijou (n)

a small and delicately worked piece

Webster

bijou (n.)

A trinket; a jewel; -- a word applied to anything small and of elegant workmanship.

FAQs About the word bijou

κόσμημα

a small and delicately worked pieceA trinket; a jewel; -- a word applied to anything small and of elegant workmanship.

χαριτωμένος,κομψός,εξαίσιος,φανταχτερός,υψηλής ποιότητας,σπάνιος,ιδιαίτερος,κοσμηματοειδές,εκλεκτικός,καλύτερος

Χοντρός,εμπορικός,κοινός,αηδιαστικός,κιτς,κιτς,χυδαίος,συνηθισμένος,δημοφιλής,αλητόσκυλο

bihydroguret => Διυδρογονάνθρακας, bihari => Μπιχάρι, bihar => Μπιχάρ, big-wigged => παχυκέφαλος, bigwig => μεγαλοπετσώτης,