Greek Meaning of bigwig
μεγαλοπετσώτης
Other Greek words related to μεγαλοπετσώτης
- μεγάλος
- βαρύς
- Βαριά κατηγορία
- μεγιστάνας
- Τυcoon
- βαρόνος
- Μεγάλο τυρί
- πυροβόλο
- παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος
- μεγάλος τροχός
- Μπιγκφουτ
- τσάρος
- Βαρύ πυροβολικό
- Αρχηγός (Archigos)
- βασιλιάς
- Βασιλικός
- αρχηγός
- Λιοντάρι
- παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
- μεγιστάνας
- νάβαβος
- ναβάπ
- Κουμπί
- μποχά
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- τροχός
- Μεγάλο αγόρι
- μεγάλος
- Μεγάλο αστέρι
- καχούνα
- λάσπη
- παράγοντες
- σκατά
- Μεγάλο κανόνι
- Μεγάλο κεφάλι
- Τσάρος
- τσάρος
- VIP
- Μεγαλοστέλεχος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- άκρες
- πού-μπα
Nearest Words of bigwig
Definitions and Meaning of bigwig in English
bigwig (n)
the most important person in a group or undertaking
bigwig (a.)
A person of consequence; as, the bigwigs of society.
FAQs About the word bigwig
μεγαλοπετσώτης
the most important person in a group or undertakingA person of consequence; as, the bigwigs of society.
μεγάλος,βαρύς,Βαριά κατηγορία,μεγιστάνας,Τυcoon,βαρόνος,Μεγάλο τυρί,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος,μεγάλος τροχός
ελαφρύ,κανείς,μηδέν,τίποτα,Γαρίδα,υφιστάμενος,μηδέν,υφιστάμενος,Τσακάλι,τίποτα
big-tree plum => Μεγάλο δαμάσκηνο, big-toothed aspen => Ασπρόχρωμη ιτιά, bigtoothed aspen => Ασπρόχρωμη, bigtooth aspen => λεύκη, big-ticket => ακριβό εισιτήριο,