FAQs About the word bigotedly

με μισαλλοδοξία

In the manner of a bigot.

δογματικός,μεροληπτικός,σεκταριστικός,φανατικός,εθνικιστής,αντάρτης,σοβινιστής,Δογματικός,δογματιστής,εθνικιστής

ελεύθερος στοχαστής,φιλελεύθερος,Λατιτουδινάριος

bigoted => Φανατικός, bigot => φανατικός, bigos => Μπίγκος, bignoniad => Βιγνονιίδες, bignoniaceous => βιγνονιίδες,