Greek Meaning of peg (away)

Π καρφιτσώσω (μακριά)

Other Greek words related to Π καρφιτσώσω (μακριά)

Definitions and Meaning of peg (away) in English

peg (away)

to work hard

FAQs About the word peg (away)

Π καρφιτσώσω (μακριά)

to work hard

Εργασία,προσπαθώ,Αγώνας,δουλειά,κάστορας (μακριά),σκάβω,προσπάθεια, προσπάθεια,προνύμφη,φασαρία,άροτρο

Σπάω,γλουτοί,χιλι,αδρανής,αφήνω κάτι,Σαλόνι,ανάπαυση,χαλαρώνω,χαλαρώνω,τεμπελιάζω

peewees => πύγμαιοι, peeving => ενοχλητικός, peeves => ενοχλεί, peers => συνομήλικοι, peering (at) => κοιτάζοντας επίμονα,