Greek Meaning of peg (away)
Π καρφιτσώσω (μακριά)
Other Greek words related to Π καρφιτσώσω (μακριά)
- Εργασία
- προσπαθώ
- Αγώνας
- δουλειά
- κάστορας (μακριά)
- σκάβω
- προσπάθεια, προσπάθεια
- προνύμφη
- φασαρία
- άροτρο
- βύσμα
- καταπόνηση
- ιδρώτας
- Μόχθος
- προσπαθώ
- υποβάλετε αίτηση (ο εαυτός του)
- χτυπάω μακριά
- βάζω τα γυαλιά μου
- σφυρηλατώ
- Ιδρώτας αίματος
- Σκάβω
- οδήγηση
- δουλεία
- εξοικονομώ
- δοκίμιο
- άσκηση
- ασκώ
- καμπούρα
- Αφοσιωθείτε σε κάτι
- βασανίζω
- Υπερκόπωση
- υπερένταση
- συνεισφέρειν
- ποδοπατώ
- σβήνω
- Γρατσουνιά
- Σλόγκαν
- εργασία
- αλέθω (έξω)
- Σπάω
- γλουτοί
- χιλι
- αδρανής
- αφήνω κάτι
- Σαλόνι
- ανάπαυση
- χαλαρώνω
- χαλαρώνω
- τεμπελιάζω
- Παρακάμπτω (γύρω)
- Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
- χαλαρώνω
- ηλιοθεραπεία
- αναβάλλω
- χαζεύω
- ανοησία
- Τεμπέλης
- κρέμασμα
- τεμπέλης
- ψωμί
- αργολογώ
- παίξε
- χαλάρωσε
- ανάπαυση
- Ειδωλολατρία
- ασήμαντο
- χαλαρώνω
- μαϊμού (γύρω)
- Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω)
- να τεμπελιάζω
- Βουτιές
- χασομεράω
- Σκίτσο
- κουτοπόνηρος
- τσαλαβουτώ
- κρέμομαι
- φλαντάρω
Nearest Words of peg (away)
Definitions and Meaning of peg (away) in English
peg (away)
to work hard
FAQs About the word peg (away)
Π καρφιτσώσω (μακριά)
to work hard
Εργασία,προσπαθώ,Αγώνας,δουλειά,κάστορας (μακριά),σκάβω,προσπάθεια, προσπάθεια,προνύμφη,φασαρία,άροτρο
Σπάω,γλουτοί,χιλι,αδρανής,αφήνω κάτι,Σαλόνι,ανάπαυση,χαλαρώνω,χαλαρώνω,τεμπελιάζω
peewees => πύγμαιοι, peeving => ενοχλητικός, peeves => ενοχλεί, peers => συνομήλικοι, peering (at) => κοιτάζοντας επίμονα,