Greek Meaning of grind (out)

αλέθω (έξω)

Other Greek words related to αλέθω (έξω)

Definitions and Meaning of grind (out) in English

grind (out)

to produce in a mechanical way

FAQs About the word grind (out)

αλέθω (έξω)

to produce in a mechanical way

φέρνω,σκαλίζω (έξω),Δημιουργήσετε,Αναπτύσσω,σφυρηλατώ,Χτυπήστε (έξω),δουλεύω,επιτύγχανω,κατασκευή,χειροτεχνία

Αποσυναρμολογώ,κατεδαφίζω,κατεδάφισε,ερείπια,αναίρεση,ναυάγιο,Ξεκατασκευή

grind (down) => αλέθω (προς τα κάτω), grinches => γκρινιάρηδες, grinch => Γκριντς, griming => griming, grimed => βρώμικος,