Greek Meaning of grinches

γκρινιάρηδες

Other Greek words related to γκρινιάρηδες

Definitions and Meaning of grinches in English

grinches

a grumpy person who spoils the pleasure of others

FAQs About the word grinches

γκρινιάρηδες

a grumpy person who spoils the pleasure of others

πλήξη,Γκρινιάρηδες.,καβούρια,κυνικοί,σύρει,χαρμπαλάδες,Χαλάστρες,χαλάστρες,ηττοπαθέστεροι,σταγόνες

γελωτοποιοί,γυμνά καλώδια,αποκόμματα,Λιμπερτίνοι,τσουγκράνες

grinch => Γκριντς, griming => griming, grimed => βρώμικος, grimacing => γκριμάτσας, grills => Ψησταριές,