FAQs About the word gushingly

ξεχειλιστικά

in a gushing mannerIn a gushing manner; copiously., Weakly; sentimentally; effusively.

έξοδος,ροή,έξαρση,πτήση,εκροή,έκχυση,βιασύνη,διασπορά,εκφόρτιση,αποχέτευση

πλημμύρα,ροή,εισροή,εισροή,υπερχείλιση,χείμαρρος,κατακλυσμός,εισροή,Πλημμύρα,Ποτάμι

gushing => τρεχούμενο, gusher => πηγάζω, gushed => χύθηκε, gush => καταρράκτης, guru nanak => Γκουρού Νάνακ,