Greek Meaning of drape
Δραπέτο
Other Greek words related to Δραπέτο
- στολίζω
- διακοσμώ
- φόρεμα
- Πίνακας
- Ομορφαίνω
- διακοσμώ
- στολίζω
- Κατάστρωμα
- κάνω
- στολίζω
- ανάγλυφο
- εμπλουτίζω
- γιρλάντα
- Γαρνιτούρα
- χάρις
- διακόσμηση
- Χρώμα
- Διακόσμηση
- όμορφο (πάνω)
- έμβλημα
- Αφεντικό
- Πλεξούδα
- φωτίζω
- επιτραχήλιο
- καταδίωξη
- διαμάντι
- επισκευάζω
- στολίζομαι
- Ντύνομαι
- Φλέγω
- κεντώ
- στολίζω
- διακόσμηση
- Φτερό
- σχήμα
- φιλιγκράν
- φιλέτο
- Βολάν
- ανανεώνω
- φουντωτό
- κρόσσια
- φούντα
- γιρλάντα
- Πολύτιμος λίθος
- επιχρυσωμένος
- στολίζω
- κρέμασμα
- Δαντέλα
- μαργαριτάρι
- Ανακαινίζω
- επανάληψη
- κορδέλα
- έξυπνος
- λάφυρα
- παγίδα
- στεφάνι
- Εξοπλίζω με αξεσουάρ
- εφαρμογή
- λάμψη
- στολίζω
- κόλπο
Nearest Words of drape
Definitions and Meaning of drape in English
drape (n)
hanging cloth used as a blind (especially for a window)
the manner in which fabric hangs or falls
a sterile covering arranged over a patient's body during a medical examination or during surgery in order to reduce the possibility of contamination
drape (v)
arrange in a particular way
place casually
cover as if with clothing
cover or dress loosely with cloth
drape (v. t.)
To cover or adorn with drapery or folds of cloth, or as with drapery; as, to drape a bust, a building, etc.
To rail at; to banter.
drape (v. i.)
To make cloth.
To design drapery, arrange its folds, etc., as for hangings, costumes, statues, etc.
FAQs About the word drape
Δραπέτο
hanging cloth used as a blind (especially for a window), the manner in which fabric hangs or falls, a sterile covering arranged over a patient's body during a m
στολίζω,διακοσμώ,φόρεμα,Πίνακας,Ομορφαίνω,διακοσμώ,στολίζω,Κατάστρωμα,κάνω,στολίζω
Αμαύρωσι,παραμορφώνω,Οθόνη,εκθέτω,ουλή,αποκαλύπτω,ουλή,απλοποιήστε,χαλάω,βελτιστοποιώ
drap d'ete => Καλοκαιρινό ύφασμα, drank => ήπιε, dramshop => ταβέρνα, dramseller => Πωλητής οινοπνευματωδών, dramming => πόση,