Greek Meaning of drooling

σάλιασμα

Other Greek words related to σάλιασμα

Definitions and Meaning of drooling in English

Webster

drooling (p. pr. & vb. n.)

of Drool

FAQs About the word drooling

σάλιασμα

of Drool

ορμητικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σάλιο,σαπουνάδα,Αγιογραφικός,σάλιο,κολακευτικό,αηδής

ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ανεπηρέαστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ειλικρινής

drooler => σιελόρροια, drooled => σάλιος, drool over => λυσσάω για, drool => σάλια, drony => drone,