Greek Meaning of drooling
σάλιασμα
Other Greek words related to σάλιασμα
- ορμητικός
- λιπαρός
- ελαιούχος
- αποκρουστικός
- σάλιο
- σαπουνάδα
- Αγιογραφικός
- σάλιο
- κολακευτικό
- αηδής
- επιδεικτικός
- θερμός
- αφθονη
- τρεχούμενο
- χυλώδης
- υποκριτής
- λιπαρός
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- αγιογραφικός
- άφθονος
- τεχνητός
- ύπουλα
- άφθονος
- αποπλιστικός
- αγαπημένος
- εξωφρενικός
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- Ανανδρος
- σπάταλος
- Αριστερόχειρας
- μελόδραμα
- άφθονος
- Δίπρόσωπος
- νίκη
- γοητευτικός
Nearest Words of drooling
Definitions and Meaning of drooling in English
drooling (p. pr. & vb. n.)
of Drool
FAQs About the word drooling
σάλιασμα
of Drool
ορμητικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σάλιο,σαπουνάδα,Αγιογραφικός,σάλιο,κολακευτικό,αηδής
ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ανεπηρέαστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ειλικρινής
drooler => σιελόρροια, drooled => σάλιος, drool over => λυσσάω για, drool => σάλια, drony => drone,