FAQs About the word squatting

κάθισμα με τα γόνατα λυγισμένα

exercising by repeatedly assuming a crouching position with the knees bent; strengthens the leg muscles, the act of assuming or maintaining a crouching position

καμπουριασμένος,στριμώχνω,καμπούρης,ξαπλωμένος,καμπύλωση,Καθισμένη,ζάρωμα,Στραβισμός

No antonyms found.

squattiness => χαμηλοκώμα, squatter => Kαταπατητής, squatness => καθιστικό, squatinidae => Γωνιόδουλοι, squatina squatina => Γατόψαρο,