Greek Meaning of trig
τριγωνομετρία
Other Greek words related to τριγωνομετρία
- καθαρός
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- παραλαβή
- αντισηπτικό
- καπελοθήκη
- Κροκαλένια
- καλλωπισμένος
- Καλοχτενισμένος
- καλοντυμένος
- οργανωμένος
- σφιγμένος
- Γρήγορα
- εγωιστής
- Ακατάστατος
- Περιποιημένος
- καλοντυμένος
- άμωμος
- οργανωμένος
- γοητευτικός
- θρασύς
- κομψός
- έξυπνος
- άνετος
- Αστραφτερός.
- φανταχτερός
- άψογος
- έλατο
- ίσιος
- βελτιωμένο
- συστηματικός
- σφιχτός
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- ακατάστατος
- ακατάστατος
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- παλιομοδίτικος
- Βρόμικος
- φάουλ
- ανακατεμένα
- βρώμικο
- τσαλακωμένος
- σλοβένικος
- άθλιος
- αναποδογύρισμα
- ανοργάνωτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- αχτένιστος
- μη συστηματικός
Nearest Words of trig
Definitions and Meaning of trig in English
trig (n)
the mathematics of triangles and trigonometric functions
trig (s)
neat and smart in appearance
trig (v. t.)
To fill; to stuff; to cram.
To stop, as a wheel, by placing something under it; to scotch; to skid.
trig (a.)
Full; also, trim; neat.
trig (n.)
A stone, block of wood, or anything else, placed under a wheel or barrel to prevent motion; a scotch; a skid.
FAQs About the word trig
τριγωνομετρία
the mathematics of triangles and trigonometric functions, neat and smart in appearanceTo fill; to stuff; to cram., Full; also, trim; neat., To stop, as a wheel,
καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,παραλαβή,αντισηπτικό,καπελοθήκη,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,Καλοχτενισμένος
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,ακατάστατος,ακατάστατος,ατημέλητος,ξεπεσμένος,φθαρμένος,ατημέλητος
trifurcation => τριχοτόμηση, trifurcated => διακλαδιζόμενο, trifurcate => τρισχιδής, triformity => τριμορφία, triform => Τριπλός,