Greek Meaning of felt up
Ψηλάφηση (noun)
Other Greek words related to Ψηλάφηση (noun)
- τιμολογούμενος
- ερωτοτροπούσαν
- χαϊδεύω
- αγκαλιασμένος
- διπλωμένος
- Αγκαλιάστηκε
- μακρυλαιμός
- φωλιασμένος
- χαϊδεύω
- με πόδια
- Στοργικός
- αγκαλιάστηκε
- χαϊδεύω
- ζυμωμένος
- αγαπημένος
- χάιδεψε
- χαϊδεμένος
- Με το κουτάλι
- εγκεφαλικό επεισόδιο
- κακομαθαίνω
- αναπήδησε
- καλομαθημένο
- χάιδεψε
- ήπιος
- αφοσιωμένος
- μασάζ
- ρινικό
- Κακομαθημένος
- κακομαθημένος
Nearest Words of felt up
Definitions and Meaning of felt up in English
felt up (v)
change texture so as to become matted and felt-like
FAQs About the word felt up
Ψηλάφηση (noun)
change texture so as to become matted and felt-like
τιμολογούμενος,ερωτοτροπούσαν,χαϊδεύω,αγκαλιασμένος,διπλωμένος,Αγκαλιάστηκε,μακρυλαιμός,φωλιασμένος,χαϊδεύω,με πόδια
No antonyms found.
felt tip => Μαρκαδόρος, felt hat => Τσόχινο καπέλο, felt fungus => Η μυκητιασική τσόχα, felt fern => Φλώρα ράφια, felt => Τσόχα,