FAQs About the word nosed

ρινικό

having a nose (either literal or metaphoric) especially of a specified kindof Nose, Having a nose, or such a nose; -- chieflay used in composition; as, pug-nose

μυρωδιά,μύρισε,εισπνεόμενο,τηκόμενος,σβήνει,ανέπνεε,ήπιε (σε),εισπνεόμενος,αρωματισμένος,χνότισε

Απέφευξε,απέφυγε,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,απέφευξα

nosecount => καταμέτρηση κεφαλών, nosebleed => Ρινορραγία, noseband => Χαλινωτήρ, nosebag => σακουλάκι, nose ring => Ρινιέρα,