FAQs About the word smelled

μυρωδιά

of Smell

εισπνεόμενο,μύρισε,ανέπνεε,αρωματισμένος,σβήνει,χτυπήσει άστοχα,ήπιε (σε),ρινικό,εισπνεόμενος,Παραγευμένο

κούνησε,κυβερνούσε

smell up => βρωμίσει (ترجمة حرفية: تصبح كريهة الرائحة), smell out => μύτη, smell => μυρωδιά, smeir => Smeir, smegmatic => σμηγματικός,