FAQs About the word canoodling

φιλιωτική διάθεση

to engage in amorous embracing, caressing, and kissing

χάδι,αγκαλιά,χάδι,Λαιμός,Πουλί,χάδι,χάϊδεμα,αγκαλιάσματα,κουταλοχτύπημα,χάδι

No antonyms found.

canoodled => ερωτοτροπούσαν, canons => κανόνες, canonizes => αγιοποιεί, canon laws => εκκλησιαστικό δίκαιο, cannoning => κανόνι,