Greek Meaning of dandling

κούνημα

Other Greek words related to κούνημα

Definitions and Meaning of dandling in English

Webster

dandling (p. pr. & vb. n.)

of Dandle

FAQs About the word dandling

κούνημα

of Dandle

Κακομαθαίνω,Κακομαθαίνω,επιδοθή,Νοσηλευτική,Χάιδεμα,κακομαθαίνω,να χαϊδεύω,ηρεμιστικό,κόκερ σπάνιελ,απολαυστικός

προσβλητικός,Ελεγχόμενος,πειθαρχών,Κακομεταχείριση,συγκρατημένος,κακοποίηση,κακομεταχείριση,κακοποιών,κατάχρηση,πονώντας

dandler => Νιλασιά, dandled => χάιδεψε, dandle board => Ζυγαριά, dandle => τραμπαλίζω, dandiprat => Νάνος,