FAQs About the word dandyish

ντάντης

affecting extreme elegance in dress and mannerLike a dandy.

Φιγουράτος,άκαμπτος,γεροντοκόρη,Κατασκήνωση,κατασκήνωση,,θηλυκός,κοριτσίστικος,κοριτσίστικο,δακρύβρεχτος

Ανδρικός,αρσενικός,ανδροπρεπής,Ανδρικός,ανδρικός

dandyise => Δαντυλισμός, dandy-hen => γαλοπούλα, dandy-cock => ντάντης, dandy fever => Κίτρινος πυρετός, dandy => νταντής,