Greek Meaning of dandyish
ντάντης
Other Greek words related to ντάντης
Nearest Words of dandyish
Definitions and Meaning of dandyish in English
dandyish (s)
affecting extreme elegance in dress and manner
dandyish (a.)
Like a dandy.
FAQs About the word dandyish
ντάντης
affecting extreme elegance in dress and mannerLike a dandy.
Φιγουράτος,άκαμπτος,γεροντοκόρη,Κατασκήνωση,κατασκήνωση,,θηλυκός,κοριτσίστικος,κοριτσίστικο,δακρύβρεχτος
Ανδρικός,αρσενικός,ανδροπρεπής,Ανδρικός,ανδρικός
dandyise => Δαντυλισμός, dandy-hen => γαλοπούλα, dandy-cock => ντάντης, dandy fever => Κίτρινος πυρετός, dandy => νταντής,