Greek Meaning of amping (up)

ενθουσιασμός

Other Greek words related to ενθουσιασμός

Definitions and Meaning of amping (up) in English

amping (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word amping (up)

ενθουσιασμός

διεγερτικό,Ενθάρρυνση,Τζαζ,ζωηρό,αναζωογονητικός,Κλείνοντας (πάνω),ενεργοποίηση,κινούμενος,διεγερτικός,αφύπνιση

απόσβεση,Απόσβεση,νεκρωτικό,εξουθενωτικό,αποστράγγιση,βαρετός,εξαντλητικός,παρενόχληση,εξασθένιση,Φορεμένος

amphitheaters => Αμφιθέατρα, amped (up) => ενθουσιασμένος (αναστατωμένος), amp (up) => ενισχύω, amours => έρωτες, amounts (to) => ανέρχεται (σε),