Greek Meaning of weighing down
βαρύνοντας
Other Greek words related to βαρύνοντας
- καταθλιπτικός
- καταπιεστικός
- θλιβερός
- βασανίζοντας
- ανησυχητικό
- ανησυχητικό
- βαρετό
- σχετικά
- κατέβασμα
- άρρωστος
- ενοχλητικός
- επιβαρυντικός
- αριστοκρατικός
- απογοητευτικό
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- Βασανιστικός
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- δυσάρεστος
- αποσυνθετικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- ανησυχητικός
- ενοχλητικό
- βασανιστικός
- ανησυχητικό
- αναστατωτικός
- τρελό
- ανησυχητική
- διαβεβαιωτικός
- φωτεινό
- συναρπαστικός
- αστραπή
- αγαλλίαση
- επευφημία (πάνω)
- κινούμενος
- επιπλέον
- ελπιδοφόρος
- παρηγορητικός
- ενθαρρυντικός
- αναζωογονητικός
- exhilarating
- ευχάριστος
- εμπνευσμένος
- τονωτικός
- καθησυχαστικός
- κατευναστικός
- διεγερτικό
- ενίσχυση
- απολαυστικός
- ενθουσιώδης
- ανυψωτικός
- ικανοποιητικός
- ανύψωση
- ευχάριστος
- ανυψωτικός
- παρηγορητικός
Nearest Words of weighing down
- weighing (upon) => (Βάρος)
- weighing (anchor) => Στάθμιση (άγκυρας)
- weighed in => σταθμίστηκαν
- weighed (upon) => σταθμισμένο
- weighed (anchor) => σταθμισμένος (άγκυρα)
- weigh in => Σταθμίζω
- weigh (upon) => ζυγίζω
- weigh (on or upon) => ζυγίζω (κάτι πάνω σε κάτι)
- weigh (anchor) => σηκώνω την άγκυρα
- weeps => κλαίει
Definitions and Meaning of weighing down in English
weighing down
oppress, depress, to cause to bend down
FAQs About the word weighing down
βαρύνοντας
oppress, depress, to cause to bend down
καταθλιπτικός,καταπιεστικός,θλιβερός,βασανίζοντας,ανησυχητικό,ανησυχητικό,βαρετό,σχετικά,κατέβασμα,άρρωστος
διαβεβαιωτικός,φωτεινό,συναρπαστικός,αστραπή,αγαλλίαση,επευφημία (πάνω),κινούμενος,επιπλέον,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός
weighing (upon) => (Βάρος), weighing (anchor) => Στάθμιση (άγκυρας), weighed in => σταθμίστηκαν, weighed (upon) => σταθμισμένο, weighed (anchor) => σταθμισμένος (άγκυρα),