Greek Meaning of tended (to)

έτεινε (προς)

Other Greek words related to έτεινε (προς)

Definitions and Meaning of tended (to) in English

tended (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word tended (to)

έτεινε (προς)

διακόνησε [ðiakónise],εργάστηκε (για),σφυρηλατημένος (για),παρακολούθησε,(δολοδουλωμένος (από)),εξυπηρετείται

Απέφευξε,αντιπαθής,απέφυγε (κάτι ή ένα μέρος),απέφευξα,απορρίφθηκε,αποτρόπαιος,αρνήθηκε,μισητός,απορριφθεί,αποδοκιμασμένο

tend (to) => τείνει να, tenants => ενοικιαστές, tenant farmers => ενοικιαστές αγρότες, temptresses => πειρασμές, temptations => πειρασμοί,