FAQs About the word dumbed down

Απλοποιημένο

to lower the general level of intelligence in, to lower the level of difficulty and the intellectual content of (something, such as a textbook)

Υπεραπλουστευμένο,Απλοποιημένο,κλαδεμένο,εκλεπτυσμένος,βελτιωμένο,καθαρισμένος,κομμένος

περίπλοκος,μπερδεμένος,εκλεπτυσμένος,περίπλοκος,περίπλοκος,λεπτομερής

dumbbells => Αλτήρες, dumb down => απλοποιώ, dulness => Ανία, dullsville => Ανιαρή πόλη, dulls => βαρετό,