Greek Meaning of routed (out)

δρομολογημένο (έξω)

Other Greek words related to δρομολογημένο (έξω)

Definitions and Meaning of routed (out) in English

routed (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word routed (out)

δρομολογημένο (έξω)

Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,μαθημένος,τοποθετημένος,ριζωμένος,εντοπισμένο (κάτω),διαπιστώθηκε,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,εκθαλαμμένο (προς τα πάνω)

έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,χαμένος,εκτοπισμένο,Λάθος ρύθμιση,τυχαίνω,παράβαση

rout (out) => διαδρομή (έξω), rousting => ξύπνημα, rousters => ρεμάλια, rousted => βγήκε από το κρεβάτι, roustabouts => Εργάτες,