FAQs About the word rousting

ξύπνημα

to drive (as from bed) roughly or unceremoniously

αφύπνιση,διεγερτικός,ξύπνιος,διεγερτικός,αφύπνιση,ανατροφή,αναβιωτικό,δρομολόγηση,Ανάδευση,αφύπνιση

υπνωτιστικός,υπνωτιστικό,χαλαρωτικό

rousters => ρεμάλια, rousted => βγήκε από το κρεβάτι, roustabouts => Εργάτες, rouses => διεγείρει, roundups => επιδρομές,