Greek Meaning of ransacked

λεηλατημένο

Other Greek words related to λεηλατημένο

Definitions and Meaning of ransacked in English

Wordnet

ransacked (s)

wrongfully emptied or stripped of anything of value

Webster

ransacked (imp. & p. p.)

of Ransack

FAQs About the word ransacked

λεηλατημένο

wrongfully emptied or stripped of anything of valueof Ransack

λεηλατήθηκε,λεηλατημένος,λεηλατημένος,λεηλατημένος,επιδρομή,απολύθηκε,χτενισμένο,λεηλάτησε,κλέβω (από),Εισέβαλε

εγκαταλελειμμένος,Κρυμμένος,χαμένος,παραμελημένος

ransack => λεηλατώ, ranny => ρέννη, rannel => κανάλι, rank-smelling => Βρωμερός, rank-order correlation coefficient => Συντελεστής συσχέτισης κατάταξης,