FAQs About the word pillaged

λεηλατημένος

wrongfully emptied or stripped of anything of value, having been robbed and destroyed by force and violenceof Pillage

λεηλατήθηκε,λεηλατημένος,λεηλατημένος,επιδρομή,απολύθηκε,λεηλάτησε,λεηλατημένο,Εισέβαλε,διαρρήχθηκε,χτενισμένο

No antonyms found.

pillage => λεηλασία, pill roller => Φαρμακογυριστήρας, pill bug => Καρπατί, pill bottle => Μπουκαλάκι για χάπια, pill => χάπι,