FAQs About the word pillager

ληστής

someone who takes spoils or plunder (as in war)One who pillages.

Ληστευτής,πειρατής,ληστής,επιδρομέας,ληστής,Πειρατής,κουρσάρος,βεβηλωτής,πειρατής,ληστής

No antonyms found.

pillaged => λεηλατημένος, pillage => λεηλασία, pill roller => Φαρμακογυριστήρας, pill bug => Καρπατί, pill bottle => Μπουκαλάκι για χάπια,