FAQs About the word corsair

κουρσάρος

a pirate along the Barbary Coast, a swift pirate ship (often operating with official sanction)A Californian market fish (Sebastichthys rosaceus).

πειρατής,Πειρατής,πειρατής,Κορσάρος,επιδρομέας,βεβηλωτής,ληστής,Ληστευτής,ληστής,ληστής

No antonyms found.

corsage => κορσάζ, corruptness => διαφθορά, corruptly => διεφθαρμένα, corruptive => διεφθαρμένος, corruption => διαφθορά,