FAQs About the word corruptive

διεφθαρμένος

tending to corrupt or pervert

No synonyms found.

No antonyms found.

corruption => διαφθορά, corrupting => διεφθαρμένος, corruptible => Φθαρτός, corruptibility => διαφθορά, corruptedly => διεφθαρμένα,